ἐπιπολάσασαν

ἐπιπολάσασαν
ἐπιπολάσᾱσαν , ἐπιπολάζω
aor part act fem acc sg (attic epic ionic)
ἐπιπολάσᾱσαν , ἐπιπολάζω
aor part act fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιπολάζω — (AM ἐπιπολάζω) [επιπολής] παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («οἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσιν οὐδὲ φέρονται ἄνω», Αριστοτ.) αρχ. 1. (ειδ.) (για τροφή) μένω άπεπτος στο στομάχι 2. (για πτηνά) πετώ ψηλά 3. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην κορυφή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”